ὀξειᾶν

ὀξειᾶν
ὀξύς 2
sharp
fem gen pl (doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὀξεῖαν — ὀξύς 2 sharp fem acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκφυσιώ — ( άω) ἐκφυσιῶ (Α) ποιητ. τ. τού εκφυσῶ («κἀκφυσιῶν ὀξεῑαν αἵματος σφαγήν», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • επιπροωθώ — ἐπιπροωθῶ, έω (Α) προωθώ ακόμη περισσότερο («τινάξας ὀξεῑαν ἐπίπρωσον καὶ βάθυνον», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

  • ρομφαία — η / ῥομφαία, ΝΜΑ 1. σπαθί, ξίφος (α. «απάνου εις την ρομφαία βάνει το χέρι», Σολωμ. β. «καὶ ἔδραμε Δαυΐδ... καὶ ἔλαβε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῡ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν», ΠΔ) 2. η πύρινη σπάθα τών αρχαγγέλλων (α. «και άγγελος τους οδηγεί... τού λάμπει /… …   Dictionary of Greek

  • συρματικός — (I) ή, όν, ΜΑ [σύρμα, ατος] 1. (για φωνή ή τόνο) παρατεταμένος, μακρός 2. φρ. «συρματική φωνή» ή, απλώς, «συρματική» ένας από τους τόνους τής βυζαντινής μουσικής («οἱ τὰ... εὐαγγέλια μανθάνοντες μυοῡνται πρῶτον τοὺς τόνους ὀξεῑαν καὶ συρματικήν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”